τρουπαλάκι

τρουπαλάκι
το, Ν [τρούπα]
1. υποκορ. μικρή οπή, τρυπίτσα
2. το ρίζωμα τού φυτού κύπειρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζέρνα — η (Μ ζέρνα) βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού κύπειρος η στρογγυλόρριζος, αλλ. κύπερη, τρουπαλάκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”